- πενθημερία
- η, ΝΑ [πενθήμερος]1. εργασία, μόχθος πέντε ημερών ή μισθός, αμοιβή για εργασία πέντε ημερών2. χρονικό διάστημα πέντε ημερών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενθημερία — πενθημερία, η και πενταμερία, η 1. διάστημα πέντε ημερών. 2. μισθός ή αμοιβή εργασίας πέντε ημερών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πενταμερία — η η πενθημερία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μέρα] … Dictionary of Greek
πενθήμερος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί πέντε μέρες. 2. ως ουσ., πενθήμερο, το χρονικό διάστημα πέντε ημερών, πενθημερία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)